- προξενοῦσαν
- προξενέωto bepres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαμποτάζ — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη sabotage που έχει γίνει διεθνής και αποδίνεται στα ελληνικά με τον όρο «δολιοφθορά». Στην αρχή ο όρος σήμαινε την καταστροφή ή τη βλάβη που προξενούσαν οι απεργοί (εργάτες βιομηχανίας) για να εμποδίσουν τη… … Dictionary of Greek
μαόνα — Συνεταιρισμοί πιστωτών της Δημοκρατίας της Γένοβας κατά τον Μεσαίωνα. Αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταβάλουν αποζημιώσεις για καταστροφές που προξενούσαν τρίτοι σε κάποια ξένη χώρα εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα, ως εγγύηση για τις πιστώσεις που… … Dictionary of Greek